-
1 ἐνδιατρίβω
II abs. (sc. Χρόνον or βίον), spend time in a place,αὐτόθι D.33.5
;τῇ Χώρᾳ Plb.3.88.1
, etc.;ἐν τόπῳ D.S. 5.44
; ἀνθρωπίσκοις among them, Luc.Alex.33.3 continue in the practice of a thing,τοῖς ἠθάσι.. τοῖς ἀρχαίοις Ar.Ec. 585
, cf. Pl. Grg. 484c, R. 487d; ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν ἔν τινι let one's eyes linger on it, X.Cyr.5.1.16; ἐ. λόγοις καὶ ἔργοις linger fondly on them, Luc.Nigr.7;τῇ περὶ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plu.Per.2
;κατὰ φιλοσοφίαν Epicur.Fr. 217
;περὶ μουσικήν Ath.14.623e
;ἐ. ὅθεν ἡσυχιεῖ Epicur. Nat.27
G.; esp. dwell upon a point (in speaking), Aeschin.3.201, cf. Arist.Pol. 1258b35, Jul.Or.1.45b;περί τινος Arist.Metaph. 989b27
;τῷ Χρησίμῳ Hermog.Prog.7
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδιατρίβω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek